ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek
δερματολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον… … Dictionary of Greek
σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… … Dictionary of Greek
καυστικές ουσίες ή καυστικά — Χημικά προϊόντα ικανά να καταστρέψουν –όταν έρθουν σε επαφή– τους ζωντανούς ιστούς, προκαλώντας σε αυτούς αισθητές τοπικές αλλοιώσεις. Στις κ.ο. περιλαμβάνονται προϊόντα που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τις χημικές τους ιδιότητες· από τα πιο… … Dictionary of Greek
πυκνοτόμος — (Ιατρ.). Μηχάνημα που επιτρέπει στο μάτι του γιατρού να εισδύσει στο εσωτερικό όλων των ανθρώπινων οργάνων, ακόμα και του πολυπλοκότερου και πιο προστατευμένου, του εγκεφάλου. Για τη χρήση του δεν απαιτούνται προκαταρκτικές εξετάσεις. Εφαρμόζεται … Dictionary of Greek